ρεζέρβα, η, ουσ. [<ιταλ. riserva]. 1. οτιδήποτε βρίσκεται διαθέσιμο για να χρησιμοποιηθεί, όταν υπάρξει ανάγκη, το επιπλέον εφόδιο ή απόθεμα: «έχω πάντα ρεζέρβα στο ντουλάπι της κουζίνας μου διάφορες κονσέρβες για ώρα ανάγκης || έχω ρεζέρβα στην αποθήκη διάφορες ηλεκτρικές λάμπες, στην περίπτωση που κάποια καεί || απ’ τον καιρό που οι υπάλληλοι της Δ.Ε.Η. μας είχαν ταράξει στις απεργίες με το να κατεβάζουν κάθε τόσο το διακόπτη, έχω ρεζέρβα δυο μεγάλους φακούς». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τα κτιμάει τα λεφτά, ρεζέρβα δεν κρατάει, όσα κι αν έχει τάλιρα στα κέντρα τα σκορπάει).2. ανταλλακτικό μηχανής, ιδίως ανταλλακτικός τροχός αυτοκινήτου, ώστε να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που κάποιος από τους άλλους πάθει κάποια βλάβη: «έχω ρεζέρβα μια σειρά από μπουζί || αν δεν έχεις ρεζέρβα στ’ αυτοκίνητό σου, μην ξεκινήσεις να κάνεις μεγάλο ταξίδι». (Λαϊκό τραγούδι: θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα θα τους πάρω). 3. (και για τα δυο φύλα) ο ανεπίσημος ερωτικός σύντροφος: «είναι ερωτευμένος με την τάδε, αλλά έχει πάντα ρεζέρβα και καμιά πιτσιρίκα». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοια ζωή που άρχισες, πρέπει να καταλήξεις, ρεζέρβα εγώ δε γίνομαι, το δίπορτο ν’ αφήσεις
- για ρεζέρβα, α. για κάθε ενδεχόμενο, στην περίπτωση που υπάρξει ανάγκη: «μια και πάμε εκδρομή στο βουνό, πήρα μαζί μου για ρεζέρβα κι ένα κυνηγετικό μαχαίρι». β. ισχύει και για πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: εμένα θέλεις για ρεζέρβα, ν’ ακουμπάς, όταν δεν έχεις πουθενά να πας
- έχω για ρεζέρβα ή έχω ρεζέρβα, α. διαθέτω κάτι, ώστε να το χρησιμοποιήσω, όταν υπάρξει ανάγκη, διαθέτω κάτι ως επιπλέον εφόδιο ή απόθεμα: «έχω για ρεζέρβα ένα δεύτερο κλειδί φυλαγμένο στ’ αυτοκίνητό μου, στην περίπτωση που κλειστώ έξω απ’ το σπίτι || έχω για ρεζέρβα στην κατάψυξη διάφορα μεζελίκια, γιατί έχω φίλους που είναι μερακλήδες στο ούζο». β. ισχύει και για πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει από το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μην τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- έχω στη ρεζέρβα, έχω στο περιθώριο για πρώτη ζήτηση: «μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά έχει στη ρεζέρβα και μια πιτσιρίκα, για να περνάει ευχάριστα την ώρα του»·
- κρατώ για ρεζέρβα ή κρατώ ρεζέρβα, βλ. φρ. έχω για ρεζέρβα. (Λαϊκό τραγούδι: όλα αψήφιστα τα παίρνω και μποέμικα γλεντώ, όταν έχω τα ξοδεύω και ρεζέρβα δεν κρατώ).